ἐρωμένης

ἐρωμένης
ἐράομαι
love
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἐράω 1
love
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἐράω 1
love
pres part pass fem gen sg (attic epic ionic)
ἐράω 2
pour forth
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἐρώμενος
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… …   Dictionary of Greek

  • αλκίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρόξενος των Σπαρτιατών στο Άργος το 418 π.Χ. Έπεισε τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να δεχτεί τετράμηνη ανακωχή με τους Αργείους. Την ανακωχή όμως την παραβίασαν σύντομα οι Αργείοι. 2. Αθηναίος ρήτορας (3ος ή 2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • θυραυλώ — θυραυλῶ, έω (Α) [θύραυλος] 1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο 2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό 3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα τής ερωμένης …   Dictionary of Greek

  • κήρυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της Αττικής, αρχηγέτης και επώνυμος του ιερατικού γένους των Κηρύκων. Τον θεωρούσαν γιο του Εύμολπου και πατέρα του Εύμολπου B’. Υπήρχε επίσης η άποψη ότι ήταν γιος του Ερμή και της Αγραύλου ή της Πανδρόσου ή της… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκοιμάμαι — και ξενοκοιμούμαι 1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι 2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης …   Dictionary of Greek

  • σπίτωμα — το, Ν [σπιτώνω] 1. η εγκατάσταση σε σπίτι, η εξασφάλιση κατοικίας 2. η εγκατάσταση ερωμένης σε ιδιαίτερη κατοικία …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Βιγιόν, Φρανσουά — (François Villon, Παρίσι 1431 – 1463 ή 1489). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ (François de Montcorbier) ή, κατ’ άλλους, Φρανσουά ντε Λοζ (François des Loges), το οποίο υιοθέτησε από ευγνωμοσύνη προς τον δάσκαλο και …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος ο Μέγας — (Flavius Valerius Constantinus, Ναϊσσός Μοισίας [σημερινή Νις Σερβίας] 280; – Νικομήδεια Βιθυνίας 337 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (306 337), ιδρυτής του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους (Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Ήταν γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού …   Dictionary of Greek

  • Λα Τουρ, Μορίς Κεντέν ντε- — (Maurice Quentin de La Tour, Σεν Κεντέν 1704 – 1788). Γάλλος ζωγράφος. Μολονότι ο πατέρας του τον προέτρεψε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ο Λ.T., με ολοφάνερη κλίση στη ζωγραφική, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά κοντά στον ζωγράφο Ζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”